διανύσῃ

διανύσῃ
διανύσηι , διάνυσις
distance traversed
fem dat sg (epic)
διανύω
bring quite to an end
aor subj mid 2nd sg (attic)
διανύω
bring quite to an end
aor subj act 3rd sg (attic)
διανύω
bring quite to an end
fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διάνυση — η το αποτέλεσμα του διανύω, η ενέργεια πορείας: Η προπόνηση περιλαμβάνει τη διάνυση δύο χιλιομέτρων καθημερινά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάνυση — η (Α διάνυσις, εως) [διανύω] 1. πραγματοποίηση πορείας, ταξίδι 2. η απόσταση που διανύθηκε 3. επιτέλεση, ολοκλήρωση …   Dictionary of Greek

  • δεκετηρίς — δεκετηρίς, η (Α) [δεκέτηρος] 1. περίοδος δέκα ετών 2. (λατ. decennaria) γιορτή τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων για τη διάνυση δεκαετίας στην εξουσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”